- παπαδοκρατία
- η [παπαδοκρατούμαι]η απόλυτη και καταθλιπτική κυριαρχία τού κλήρου πάνω στον λαό, κληρικοκρατία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παπαδοκρατία — η η αποφασιστική κυριαρχία του κλήρου πάνω στο λαό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παπαδοκρατούμαι — βρίσκομαι κάτω από την απόλυτη εξουσία του κλήρου, την παπαδοκρατία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)